ταφρωρύχος

ταφρωρύχος
ο, ΝΜΑ, ταφρορύκτης («καὶ τρίτος ταφρωρύχος Ἀλεξάνδρῳ συνών»,Διογ. Λαέρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάφρος + -ωρύχος (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. μεταλλ-ωρύχος. Το -ω- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ταφρωρύχος — sapper and miner masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κράτης — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Θηβαίος κυνικός φιλόσοφος (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Υπήρξε ο σπουδαιότερος μαθητής του Διογένη του Σινωπέα. Αφού μοίρασε τα υπάρχοντά του στο Κοινό των Βοιωτών, παντρεύτηκε την Ιππαρχία, νέα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”